
Η θυρεοειδίτιδα Graves είναι μια αυτοάνοση πάθηση και αποτελεί την πιο συχνή αιτία υπερθυρεοειδισμού παγκοσμίως. Επιδημιολογικές μελέτες αποδεικνύουν πως ευθύνεται για το 60 – 80% των περιπτώσεων υπερθυρεοειδισμού σε περιοχές με επαρκή διατροφική πρόσληψη ιωδίου.
Η νόσος Graves αποτελεί ουσιαστικά ένα συνδυασμό συμπτωμάτων και σημείων, τα οποία περιλαμβάνουν τον υπερθυρεοειδισμό, τη βρογχοκήλη,
τη θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια – εξόφθαλμο και το οίδημα των κάτω άκρων.
Από όλα τα παραπάνω συμπτώματα και σημεία, ο υπερθυρεοειδισμός αποτελεί το συχνότερο, ακολουθούμενο από τη εμφάνιση βρογχοκήλης στους ασθενείς με νόσο Graves.
Η θυρεοειδίτιδα Graves προκαλείται από κάποια αντισώματα, τα αυτοαντισώματα TRAb, τα οποία ενεργοποιούν τον υποδοχέα της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH). Τα αυτοαντισώματα αυτά παράγονται από τα ίδια τα λεμφοκύτταρα της Graves εντός του θυρεοειδούς αδένα. Αποτέλεσμα του φαινομένου αυτού είναι η ανεξέλεγκτη διέγερση του υποδοχέα της TSH, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί στην αυξημένη και ανεξέλεγκτη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών από τον θυρεοειδή αδένα.
Πολλαπλές έρευνες έχουν εστιάσει στην αναγνώριση συγκεκριμένων προδιαθεσικών παραγόντων εμφάνισης της νόσου. Όλες οι έρευνες, ωστόσο, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως το γυναικείο φύλο αποτελεί τον κυρίαρχο παράγοντα κινδύνου εμφάνισης της νόσου Graves. Πιο συγκεκριμένα, η νόσος Graves εμφανίζεται 4 – 6 φορές πιο συχνά στις γυναίκες, συγκριτικά με τους άνδρες.
τον υπερθυρεοειδισμό το σωματικό βάρος μειώνεται στο 90% των ασθενών που δεν λαμβάνουν θεραπεία, καθώς επίσης μειωμένη είναι και η άλιπη μάζα σώματος .
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Θυρεοειδούς, η νόσος Graves θα πρέπει ιδανικά να συνοδεύεται από κάποιες τροποποιήσεις στη διατροφή, οι οποίες στοχεύουν στην ελαχιστοποίηση του κινδύνου έξαρσης της νόσου.
Πιο αναλυτικά, οι ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο Graves θα πρέπει να αποφεύγουν την κατανάλωση από τη διατροφή μεγάλων ποσοτήτων από:
Επιπρόσθετα, οι ασθενείς με νόσο Graves θα πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση σε μεγάλες ποσότητες ιωδίου και καφεΐνης, τα οποία εμπεριέχονται σε αρκετές φαρμακευτικές ουσίες, όπως: