
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι μια χρόνια πάθηση που επηρεάζει τον τρόπο που το σώμα χρησιμοποιεί τη γλυκόζη, μια σημαντική πηγή ενέργειας για τα κύτταρα.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι μία χρόνια πάθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών. Η κύρια και κοινή διαταραχή σε όλες τις μορφές διαβήτη είναι η υπεργλυκαιμία, δηλαδή οι αυξημένες τιμές σακχάρου στο αίμα.
Διακρίνεται στο Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου Ι, στο Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ, στο Διαβήτη κυήσεως και σε άλλους ειδικούς, σπάνιους τύπους.
οφείλεται στην καταστροφή των Β κυττάρων του παγκρέατος, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες παράγουν την ορμόνη ινσουλίνη. Έτσι, σε αυτόν τον τύπο σακχαρώδη διαβήτη παρατηρείται απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης και για τη θεραπεία αυτού είναι απαραίτητη η εξωγενής χορήγησης ινσουλίνης.
οφείλεται σε συνδυασμό διαταραχής της έκκρισης αλλά και της δράσης της ινσουλίνης (αντίσταση των ιστών στην ινσουλίνη).
Περισσότερα από 350 εκατομμύρια άτομα, πάσχουν σήμερα από σακχαρώδη διαβήτη παγκοσμίως, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν οι μισοί από αυτούς είναι αδιάγνωστοι.
Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη είναι η παχυσαρκία, η απουσία άσκησης, η κληρονομικότητα, οι γυναίκες με ιστορικό γέννησης υπέρβαρου τέκνου ή που πάσχουν από το σύνδρομο των πολυκυστικω?ν ωοθηκών, η υπέρταση, το ιστορικό καρδιαγγειακού επεισοδίου και άλλοι.
Σημαντικό βήμα στη θεραπεία και στη ρύθμιση των σακχάρων αίματος αποτελεί η σωστή εκπαίδευση των διαβητικών ασθενών, προκειμένου να τηρηθούν κατ΄ αρχήν οι υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες που θα δοθούν από τον ειδικό ιατρό.
Η καλή ρύθμιση των σακχάρων αίματος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της εμφάνισης των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη.
Η διάγνωση του διαβητικού ασθενούς γίνεται με τη μέτρηση του πρωινού σακχάρου αίματος ή των τιμών σακχάρων κατά τη διάρκεια της καμπύλης γλυκόζης.
Στη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη χρησιμοποιείται, επίσης, η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), η οποία αντανακλά το μέσο όρο των σακχάρων του τελευταίου τριμήνου.
Προδιαβητικά ονομάζονται τα άτομα που έχουν τιμές σακχάρου υψηλότερες των φυσιολογικών, όχι, όμως, τόσο υψηλές για να χαρακτηριστούν διαβητικοί.
Χρησιμοποιούμε τον όρο «προδιαβήτη» για να υποδείξουμε το σχετικά υψηλό κίνδυνο για μελλοντική ανάπτυξη διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου.
Άτομα ασυμπτωματικά, μη παχύσαρκα και χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλουν να ελεγχθούν για σακχαρώδη διαβήτη στην ηλικία των 45 χρόνων.
Νωρίτερα οφείλουν να ελέγχονται τα άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και έχουν κάποιο επιπλέον παράγοντα κινδύνου, όπως έλλειψη άσκησης, συγγενείς πρώτου βαθμού με διαγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη, ή πάσχουν από υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ή καρδιαγγειακή νόσο.
Επίσης, πρέπει να ελέγχονται τακτικά οι υπέρβαρες/παχύσαρκες μητέρες που είχαν διαγνωσθεί με διαβήτη κυήσεως ή έχουν γεννήσει υπέρβαρα νεογνά.
Τα άτομα με προδιαβήτη πρέπει να παρακολουθούνται για την ανάπτυξη διαβήτη από τους ειδικούς τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.
Η αλλαγή στον τρόπο ζωής μπορεί να μειώσει το ποσοστό εξέλιξης σε σακχαρώδη διαβήτη και μάλιστα είναι πιο αποτελεσματική ακόμα και από τη χορήγηση αντιδιαβητικών φαρμάκων.
Οι ασθενείς με προδιαβήτη θα πρέπει να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες που θα λάβουν από τον ιατρό τους με στόχο την απώλεια βάρους και την αύξηση της σωματικής τους δραστηριότητας.
Γενικά, συνιστάται ήπιας-μέτριας έντασης άσκηση για τουλάχιστον 150 λεπτά εβδομαδιαίως.
Το σχετικά γρήγορο βάδισμα για μόλις 30 λεπτά την ημέρα καλύπτει τις ανάγκες για σωματική άσκηση του προδιαβητικού.
Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιμετωπίζονται και άλλοι συνυπάρχοντες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.
Οι τιμές της γλυκόζης νηστείας πρέπει να είναι μεταξύ 70 και 130mg/dl, ενώ σημαντική είναι και η ρύθμιση των μεταγευματικών σακχάρων (η μέτρηση αυτών γίνεται δύο ώρες μετά τα γεύματα).
Οι στόχοι, όμως, πρέπει να εξατομικεύονται ανάλογα με τον διαβητικό ασθενή και ανάλογα με άλλους παράγοντες, όπως η διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη, η ηλικία, το προσδόκιμο επιβίωσης του ασθενούς και άλλους.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ικανότητα του διαβητικού ασθενούς να αντιληφθεί τις υπογλυκαιμίες.
Η ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία, δηλαδή όταν ο ίδιος ο διαβητικός ασθενής δεν αντιλαμβάνεται τις χαμηλές τιμές σακχάρου, αποτελεί σημαντικό περιοριστικό παράγοντα για τη ρύθμιση των σακχάρων και στους ασθενείς αυτούς οι θεραπευτικοί μας στόχοι είναι συνήθως λιγότερο αυστηροί.
Ταυτόχρονα με τη ρύθμιση των σακχάρων αίματος οφείλουμε να δώσουμε μεγάλη προσοχή και σε άλλες συνυπάρχουσες διαταραχές, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.
Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα στη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη είναι η δίαιτα και η άσκηση. Ακόμα και όταν είναι απαραίτητη η προσθήκη φαρμακευτικής αγωγής, δεν πρέπει ποτέ να παραλείπουμε τις υγειινοδιαιτητικές οδηγίες.
Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που ακόμα και μικρή απώλεια βάρους σε συνδυασμό με άσκηση επαρκούν για τη ρύθμιση των σακχάρων σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.
Κι ενώ στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι είναι απαραίτητη η χορήγηση ινσουλίνης, η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής στους ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ γίνεται με αντιδιαβητικά δισκία.
Έτσι, όταν η αλλαγή στον τρόπο ζωής (δίαιτα και άσκηση) δεν επαρκεί, γίνεται σταδιακή προσθήκη αντιδιαβητικών δισκίων μέχρι να επιτευχθούν οι γλυκαιμικοί στόχοι.
Η χορήγηση ινσουλίνης στους πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ είναι απαραίτητη όταν οι τιμές σακχάρου εξακολουθούν να είναι υψηλές παρά τις διατροφικές οδηγίες και τη λήψη αντιδιαβητικών δισκίων.
Η συνήθης πρακτική περιλαμβάνει τη διατήρηση των αντιδιαβητικών δισκίων και την προσθήκη σε αυτά μίας δόσης ινσουλίνης (χορήγηση βασικής ινσουλίνης).
Καθώς αυξάνεται η διάρκεια του διαβήτη και μειώνεται η ικανότητα των β-κυττάρων του παγκρέατος να εκκρίνουν ινσουλίνη, είναι δυνατόν να απαιτηθούν πολλαπλές ενέσεις ινσουλίνης για τη διατήρηση της ευγλυκαιμίας.
Οι χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη μπορούν να μειωθούν μέσω της καλής ρύθμισης των σακχάρων αίματος.
Τα όργανα στόχοι που προσβάλλονται από το σακχαρώδη διαβήτη είναι οι οφθαλμοί, οι νεφροί, το νευρικό σύστημα και τα αγγεία της καρδιάς, του εγκεφάλου και των περιφερικών αρτηριών.
Όσον αφορά στους οφθαλμούς, η λεγόμενη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι η βλάβη των μικρών αγγείων των οφθαλμών και χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε τύφλωση.
Ο έλεγχος σε οφθαλμίατρο για διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια οφείλει να αρχίζει νωρίς, με τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη, και πολύ πριν ο ασθενής αποκτήσει συμπτώματα. Πρέπει να επαναλαμβάνεται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.
Η προσβολή των νεφρών ονομάζεται διαβητική νεφροπάθεια και είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες αιμοκάθαρσης παγκοσμίως. Η διαβητική νεφροπάθεια είναι ασυμπτωματική στα αρχικά στάδια της νόσου και για το λόγο αυτό οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε τουλάχιστον ετήσια εξέταση των ούρων για απέκκριση λευκώματος.
Η διαβητική νευροπάθεια διακρίνεται σε:
Η προσβολή των μεγάλων αγγείων αφορά κυρίως στα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς, στις καρωτίδες, και στα αγγεία των κάτω άκρων, γνωστή και ως μακροαγγειοπάθεια, και μπορεί να εκδηλωθεί ως στηθάγχη ή ακόμα και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικά επεισόδια ή διαλείπουσα χωλότητα (άλγος στα κάτω άκρα κατά τη βάδιση).
Τέλος, το «διαβόητο» διαβητικό πόδι οφείλεται στην περιφερική νευροπάθεια ή/και περιφερική αρτηριοπάθεια ενώ πολλές φορές συνυπάρχει κάποιος τραυματισμός του ποδιού που δεν έγινε αντιληπτός, αφού μέσω της περιφερικής νευροπάθειας καταργείται/μειώνεται η αίσθηση του πόνου στους διαβητικούς ασθενείς αυτούς και εάν δεν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ακρωτηριασμό.
Η διαβητική νεφροπάθεια είναι μία από τις χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη και είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες αιμοκάθαρσης παγκοσμίως.
Σε ποσοστό 20-30%, τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 θα αναπτύξουν διαβητική νεφροπάθεια 10 – 15 χρόνια από την έναρξη της νόσου.
Η πρώιμη διάγνωση της διαβητικής νεφροπάθειας στηρίζεται στην ανίχνευση μικρών ποσών λευκωματίνης στα ούρα, που χαρακτηρίζονται ως μικρο – λευκωματινουρία και αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ή 2.
Ως μικρο – λευκωματινουρία ορίζεται η απέκκριση στα ούρα 30 – 300 mg λευκωματίνης το 24ωρο, σε 2 από 3 συλλογές ούρων σε χρονικό διάστημα 3 – 6 μηνών.
O παθοφυσιολογικός μηχανισμός της διαβητικής νεφροπάθειας είναι πολύπλοκος και περιλαμβάνει διάφορες μεταβολικές και αιμοδυναμικές διαταραχές, που υφίσταται ο νεφρός, καθώς και γενικότερα τη φλεγμονή των μικρών αγγείων του νεφρού.
Αίτια Διαβητικής Νεφροπάθειας
Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου που ενοχοποιούνται στη διαβητική νεφροπάθεια είναι:
Διάγνωση Διαβητικής Νεφροπάθειας
Η διαβητική νεφροπάθεια είναι ασυμπτωματική στα αρχικά στάδια της νόσου και για το λόγο αυτό οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε τουλάχιστον ετήσια εξέταση των ούρων για απέκκριση λευκώματος.
Ένα διαβητικός, για να αποκλείσει το ενδεχόμενο να πάσχει από διαβητική νεφροπάθεια, θα πρέπει να προσδιορίσει την ποσότητα και την ανίχνευση της λευκωματίνης, συνήθως με συλλογή ούρων 24ώρου ή από ένα τυχαίο δείγμα ούρων.
Επίσης, θα πρέπει να μετρήσει την αρτηριακή του πίεση εάν είναι αυξημένη (πάνω από 130/80mmHg) και να υποβληθεί σε εξετάσεις αίματος, για να προσδιοριστεί η τιμή της κρεατινίνης του ορού και να εκτιμηθεί ο ρυθμός της νεφρικής λειτουργίας.
Ακόμα, θα πρέπει να επισκεφτεί τον οφθαλμίατρο, για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, που σχετίζεται άμεσα με τη νεφροπάθεια από διαβήτη.
Θεραπεία και πρόληψη Διαβητικής Νεφροπάθειας
Οι οδηγίες για την πρόληψη και τη θεραπεία της επιβεβαιωμένης διαβητικής νεφροπάθειας περιλαμβάνουν:
Ο περιοδικός έλεγχος των διαβητικών ασθενών για την πιθανή ανεύρεση μίας πρώιμης νεφρικής βλάβης είναι απαραίτητος, με σκοπό την έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση, ώστε να μειωθεί ο επιπολασμός της διαβητικής νεφροπάθειας.